Το εκκλησιαστικό όργανο

1993 – 2023

30 χρόνια εκκλησιαστικό όργανο. Το εκκλησιαστικό όργανο του Μεγάρου κατασκευάστηκε από τον γερμανικό οίκο Johannes Klais Orgelbau (έτος ίδρυσης: 1882, Βόννη), με δωρεά της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης. Η κατασκευή του άρχισε το 1990, όταν τοποθετήθηκαν το ξύλινο κάλυμμα και οι μεταλλικοί αυλοί, και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1993.

Το καλοκαίρι του 1993, για 3 μήνες και επί 8 ώρες καθημερινά, ομάδα 6 ειδικών από τη Βόννη που έστειλε ο διευθυντής του οίκου, Hans-Gerd Klais [Χανς-Γκερντ Κλάις], έδωσε φωνή στο εκκλησιαστικό όργανο του Μεγάρου.

Τα όργανο ήχησε για πρώτη φορά στην αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης (τότε αίθουσα Φίλων της Μουσικής) στις 23 Δεκεμβρίου 1993, δίνοντας τη δυνατότητα στους έλληνες φιλόμουσους να απολαύσουν ζωντανά τον πληθωρικό, μεγαλοπρεπή αλλά και ευαίσθητο ήχο του, σηματοδοτώντας παράλληλα τη γέννηση ενός ολόκληρου τομέα μουσικής δημιουργίας: συναυλίες, φεστιβάλ, μετακλήσεις ξένων καλλιτεχνών, και φυσικά εκπαίδευση των πρώτων μαθητών στη χώρα μας, που σήμερα ως σολίστ την εκπροσωπούν διεθνώς.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Ένα από τα μεγαλύτερα εκκλησιαστικά όργανα σε αίθουσα συναυλιών στην Ευρώπη. Το εκκλησιαστικό όργανο του Μεγάρου, που συνδυάζει παραδοσιακές τεχνικές του 13ου αιώνα με τη σύγχρονη τεχνολογία, διαθέτει 4 πληκτρολόγια χειρών και ένα ποδών (πεντάλ) με 32 νότες, 76 ρετζίστρα (διακόπτες που χρησιμοποιούνται ο καθένας μόνος του ή σε συνδυασμό και επιτρέπουν να μπαίνει αέρας σε συγκεκριμένη ομάδα αυλών που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο (ηχόχρωμα) και 6.080 αυλούς, ο μεγαλύτερος από τους οποίους έχει μήκος 4,93 μέτρα και ο μικρότερος 5 χιλιοστά.

ΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΡΟΥ

Η ανάληψη της θέσης του οργανίστα του Μεγάρου από τον διαπρεπή άγγλο σολίστ και παιδαγωγό Νίκολας Κύναστον σηματοδότησε την αυγή μιας νέας εποχής για τα μουσικά δρώμενα της χώρας μας, αφού ο ίδιος επιμελήθηκε και επόπτευσε για χρόνια τη διοργάνωση συναυλιών, φεστιβάλ και σεμιναρίων με επίκεντρο το όργανο, ενώ παράλληλα μεταλαμπάδευσε τις γνώσεις του σε νέους έλληνες σπουδαστές.

Η διακεκριμένη σολίστ Ουρανία Γκάσιου υπήρξε μία από αυτούς και, ως διάδοχος του Κύναστον, ακολουθεί επάξια τα βήματά του στην διαρκή προσπάθεια ανάδειξης του συναρπαστικού ρεπερτορίου του οργάνου. Η ελληνίδα οργανίστα ερμηνεύει έργα του κλασσικού ρεπερτορίου του οργάνου αλλά ενίοτε και έργα με συνοδεία τρομπέτας και τρομπονιού σε εορταστικά medley.

ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΤΕΣ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στα 30 χρόνια παρουσίας του, έχει φιλοξενήσει τους μεγαλύτερους ερμηνευτές εκκλησιαστικού οργάνου απ΄όλο τον κόσμο.

Juan de la Rubia, Sagrada Familia, Βαρκελώνη.

Olivier Latry, Nôtre Dame, Παρίσι.

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΣΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΡΟΥ

Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών διεξάγονται εκπαιδευτικά προγράμματα γνωριμίας με το εκκλησιαστικό όργανο, εμπνέοντας το θαυμασμό γι’ αυτόν τον πληκτροφόρο γίγαντα που «ζωντανεύει» με τον αέρα! Με την επιβλητική και ευγενή του παρουσία το εκκλησιαστικό όργανο του Μεγάρου μαγεύει τα παιδιά, που θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά τα μυστικά του. Παράλληλα, το Μέγαρο διαθέτει το εκκλησιαστικό του όργανο για τις εξετάσεις των φοιτητών του Ωδείου Αθηνών.

Ο Στράτος Γκιουλμπάνογλου, απόφοιτος του τμήματος εκκλησιαστικού οργάνου του Ωδείου Αθηνών.

Ο Γιάννης Καρύδας, χορδιστής του οργάνου και των πιάνων του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Πρόγονος του οργάνου υπήρξε η ύδραυλις, εφεύρεση του μεγάλου μηχανικού και εφευρέτη Κτησίβιου (3ος αιώνας π.Χ.) από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Το αρχαίο αυτό μουσικό όργανο, αν και αρχικά κέντρισε μάλλον το τεχνικό παρά το μουσικό ενδιαφέρον των ανθρώπων των ελληνιστικών χρόνων, δεν άργησε να αναπτυχθεί και να διαδοθεί στον ρωμαϊκό κόσμο. Τους επόμενους αιώνες, αρχαία όργανα κοσμούσαν τα ανάκτορα των βυζαντινών αυτοκρατόρων (αλλά δεν χρησιμοποιούνταν σε εκκλησίες). Ωστόσο, στη Δύση, με την κατάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το όργανο ξεχάστηκε εντελώς. Το 757 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος δώρισε ένα όργανο στον βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ (πατέρα του Καρλομάγνου)· η δωρεά αυτή υπήρξε σημαντικότατο γεγονός και αποτέλεσε την απαρχή αναβίωσης του οργάνου στη Δύση.

Αν και ουδείς πάπας έδωσε ποτέ επίσημη συγκατάθεση για τη χρήση του οργάνου στο χώρο της εκκλησίας, κάτι τέτοιο αρχίζει να συμβαίνει ολοένα και περισσότερο από τον 9ο ως τον 12ο αιώνα. Κατά τον 13ο αι. μεγάλοι καθεδρικοί ναοί χτίζονται ή αναστηλώνονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κατασκευή (ή ανακαίνιση) μεγάλων εκκλησιαστικών οργάνων. Ως τον 15ο αι. το όργανο εξελίσσεται κατασκευαστικά, αποκτά πεντάλ και περισσότερα του ενός κλαβιέ, ενώ μετά τον 16ο αι. αναπτύσσονται εθνικές σχολές κατασκευής με αξιοσημείωτες διαφορές. Αυτό που αξίζει πάντως να σημειώσουμε είναι πως, πέραν της εκκλησιαστικής χρήσης, το όργανο ανέκαθεν είχε παράλληλα και ευρύτατη κοσμική χρήση. Ήδη, τον 13ο αιώνα, κατασκευάζονταν ευρέως μικρότερα όργανα που εύκολα μεταφέρονταν (Positiv, Portativ) ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες (και) της κοσμικής μουσικής.

ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ

Ανάμεσα στους μεγάλους συνθέτες που δημιούργησαν το ογκωδέστατο ρεπερτόριο του εκκλησιαστικού οργάνου δεσπόζει αναμφισβήτητα η μορφή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος ως δεινός οργανίστας έγραψε για το όργανο μερικές από τις πιο ευφάνταστες, συγκινητικές και πρωτοποριακές σελίδες μουσικής όλων των εποχών. Στην κλασική και ρομαντική περίοδο, το πιάνο κάνει μια δυναμική είσοδο στον ευρωπαϊκό μουσικό κόσμο και με τις ιδιαίτερες εκφραστικές του ικανότητες κυριαρχεί έναντι των παλαιότερων πληκτροφόρων.

Οι μεγάλοι ρομαντικοί συνθέτες (Σούμαν, Μπραμς, Μέντελσον κ.ά.) γράφουν ελάχιστα για εκκλησιαστικό όργανο, εξαιρουμένων των Σεζάρ Φρανκ και Φραντς Λιστ, που του αφιέρωσαν πολλά και σημαντικά έργα. Στον 20ό αιώνα, το ενδιαφέρον για το όργανο αναζωπυρώνεται διεθνώς, με αιχμή του δόρατος το τεράστιο σε έκταση και σε ποιότητα έργο του γάλλου συνθέτη (και οργανίστα) Ολιβιέ Μεσσιάν.

Το ρεπερτόριο για εκκλησιαστικό όργανο, διαρκώς εμπλουτιζόμενο ανά τους αιώνες, διαθέτει απερίγραπτη στιλιστική ποικιλία, ανάλογη με την κατασκευαστική ποικιλία των οργάνων παγκοσμίως. Οι ανεξάντλητες ηχοχρωματικές και πολυφωνικές δυνατότητες του οργάνου, καθώς και ο μοναδικά υποβλητικός του ήχος, σε συνδυασμό με τις κατά κανόνα εξέχουσες δεξιοτεχνικές και αυτοσχεδιαστικές ικανότητες των οργανιστών, διαχρονικά εμπνέουν μουσικές που εκφράζουν ανάγλυφα την πλέον πνευματική, μεταφυσική θα λέγαμε, διάσταση της μουσικής σκέψης των συνθετών αλλά συγχρόνως και τις πιο «ανθρώπινα» τρυφερές αποχρώσεις της.

Μετάβαση στο περιεχόμενο